- παρασπορά
- παρασπορά̱ , παρασποράsowingfem nom/voc/acc dualπαρασπορά̱ , παρασποράsowingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρασπορά — ἡ, ΜΑ [παρασπείρω] η σπορά κοντά σε κάτι άλλο μσν. (στα ιερά κείμενα τής Βίβλου) παρεμβολή αρχ. 1. διασπορά 2. ανάμιξη … Dictionary of Greek
παρασποράν — παρασπορά̱ν , παρασπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασπορᾶς — παρασπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)